ἐνιαυτίζομαι

ἐνιαυτίζομαι
ἐνῐ-αυτίζομαι,
A spend a year, Pl.Com.113: late in [voice] Act., Sch.E.Or.1645, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυτίζομαι — spend a year pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απενιαυτίζω — ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α) 1. εξορίζομαι για ένα έτος 2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”